Ο κυρ Μιχάλης τον τελευταίο καιρό φαινόταν ανήσυχος και προβληματισμένος.
Ο κόσμος που τον γνώριζε πλέον καλά, το είχε αντιληφθεί αλλά κανείς δεν έλεγε τίποτα.
Για να είναι ο κυρ Μιχάλης έτσι κάτι δεν πάει καλά, σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους αλλά κανείς δεν τόλμαγε να του ανοίξει κουβέντα. Ο κυρ Μιχάλης ήταν πολυλογάς...με των άλλων τις ζωές! Καλός και άγιος άνθρωπος αλλά κουτσομπόλης, κακά τα ψέματα. Όταν όμως το θέμα ερχόταν στα προσωπικά του, ήταν σφραγισμένος τάφος. Πέρα από τα βασικά και καθημερινά, δεν συζητούσε ποτέ με κανέναν τους προβληματισμούς και τα πολύ δικά του.
Οι μέρες περνούσαν και τίποτα δε φαινόταν να έχει αλλάξει στη καθημερινότητα του συμπαθέστατου αυτού καφενείου που αποτελούσε όαση ξεκούρασης και ανασυγκρότησης για πολύ κόσμο είτε για ένα διάλειμμα στο ενδιάμεσο της ημέρας από τη δουλειά τους, είτε για παρέα τα γεροντάκια, είτε για βόλτα ζευγαριών, οικογενειών και εργένηδων. Πλέον ο κυρ Μιχάλης και οι θαμώνες ήταν σαν οικογένεια. Κάθε τόσο είχε σταθερά